- υδρωπισμός
- ο / ὑδρωπισμός, ΝΑνεοελλ.ιατρ.1. παθολογική κατάσταση που οφείλεται στον ύδρωπα2. τάση για ύδρωπα και για οιδήματααρχ.ύδρωπας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, -ωπος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρωπισμός — ο 1. η παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την υδρωπικία (βλ. λ.). 2. η τάση για υδρωπικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπληνίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] … Dictionary of Greek